Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

και όλα τα υπόλοιπα

Μια μέρα μου πρότεινε να πάμε να δούμε το Ροκαμπόλ, ταινία με κάμποσες σκηνές βίας και τρόμου, που παιζόταν στα πλαίσια μιας εβδομάδας καλού γαλλικού κινηματογράφου, με τη χορηγία της Alliance Française, νομίζω.
Με κάλεσε με το επιχείρημα πως οι ταινίες δεν ήταν μεταγλωτισμένες στα ισπανικά. Ήξερε πόσο πολύ απεχθανόμουν τη λογοκρισία του Φράνκο, που μεταγλωττίζοντας τον ξένο κινηματογράφο άλλαζε όποιον διάλογο θεωρούσε ανήθικο ή αντίθετο με την καθολική πίστη.
Από τη στιγμή που μπήκαμε στην αίθουσα, έβαλα τα δυνατά μου να μην την αγγίζω καθόλου, ούτε με τους αγκώνες, ούτε με τα πόδια.
Στα μισά του έργου, με πλησίασε και μου έπιασε το χέρι. Τα δάχτυλα και τα νύχια της μετέδωσαν ηλεκτρικό ρεύμα στο δέρμα μου. Σηκώθηκαν οι τρίχες στο χέρι μου, μου ανέβηκε η πίεση και όλα τα υπόλοιπα.
Έκανα να της χαϊδέψω το πόδι.
"Άφησέ με" διαμαρτυρήθηκε. "Μην κάνεις τίποτα, μη με χαϊδεύεις. Θέλω μόνο να σου πιάσω το χέρι. Δεν μπορώ να σου κρατάω το χέρι χωρίς να αναστατωθείς;"
Στην οθόνη ξαφνικά προβλήθηκε μια σκηνή τρόμου. Για να μην τη δει, γύρισε και έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος μου.
Τη φίλησα.
Σήκωσε το κεφάλι, μα έμεινε κοντά μου.
"Βάλε το χέρι σου στον ώμο μου."
Όταν το έκανα, σφίχτηκε δίπλα μου και κρέμασε το άλλο της χέρι στο δικό μου, που το είχα περάσει στους ώμους της.
Δεν ξέρω αν το έκανε για να μου ακινητοποιήσει τα χέρια ή για να έχει καλύτερη επαφή μαζί μου. 

Daniel Chavarria, "Κάποτε στη Μαδρίτη", Opera 2000 (μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος)

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

αν υπάρχει κάποια πρόοδος στην κλινική κατάσταση της Ιστορίας

Θα φτάσω σε κάποιο συμπέρασμα χωρίς βιασύνη, χωρίς κραυγές, χωρίς ανώφελους συναισθηματισμούς. Θα φτάσω εκεί ρασιοναλιστικά, με στάθμιση, λογική και αλληλουχία. Τίποτα δημιουργικό, αυθόρμητο ή αυτοσχέδιο. Είμαι γιατρός, έχω εργαλεία, έμαθα να σκέφτομαι με έναν τρόπο, έχω ένα σχέδιο, σου το είπα: πρώτα να συλλέξω όλη τη δυνατή τεκμηρίωση ούτως ώστε να φτάσω σε ένα γράφημα της κατανομής της φρίκης διαμέσου των αιώνων: δεν ξέρω τι αποτελέσματα θα βρω, κάτι όμως με κάνει να προβλέπω μια κανονική κατανομή σε καμπύλες που επαναλαμβάνονται όπως στο ανθρώπινο ηλεκτροκαρδιογράφημα , αυτό ακριβώς, όπως στη διαδρομή της καρδιάς ενός φυσιολογικού ανθρώπου, αυτή είναι η καμπύλη κατανομής που περιμένω να βρω, η κανονικότητα της καρδιάς της Ιστορίας, σαν να ήταν η άλλη όψη της κανονικότητας της καρδιάς ενός ανθρώπου, και τα δυο γραφήματα με τις ανυψώσεις, με τις πτώσεις τους, πάνω απ΄ όλα όμως με τις επαναλήψεις τους, με την προβλεψιμότητα, με την ομαλότητά τους. Η ιστορία της φρίκης είναι η καθοριστική ουσία της Ιστορίας. Και κάθε Ιστορία έχει μια ομαλότητα, τίποτα δεν υπάρχει χωρίς ομαλότητα. Όπως ακριβώς βλέπουμε στο μιλιμετρέ χαρτί ενός ηλεκτροκαρδιογραφήματος την υγεία και την αρρώστια, όχι ενός και μόνο άντρα, όχι ενός και μόνο ατόμου, αλλά των ανθρώπων στο σύνολό τους. Του συλλογικού, της ολότητας της προεξάρχουσας και πλέον άθλιας ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με το γράφημα θα καταλάβω επιτέλους αυτό που τόσοι θέλησαν να καταλάβουν, το εξής απλό: αν η Ιστορία είναι άρρωστη ή υγιής, αν η Ιστορία βαδίζει σε καλό δρόμο ή σε κακό, αν υπάρχει κάποια πρόοδος στην κλινική κατάσταση της Ιστορίας, ή αν, αντίθετα, η συνθήκη του κόσμου χειροτερεύει, υποβαθμίζεται, αναπτύσσει μολύνσεις, αδυναμίες: αν η Ιστορία, τέλος πάντων, είναι ετοιμοθάνατη ή όχι, αν βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας νέας αρχής, μιας δεύτερης Ιστορίας, της αρχής ενός δεύτερου ηλεκτροκαρδιογραφήματος στης ανθρώπινη Ιστορία.

Gonçalo M. Tavares, "Ιερουσαλήμ", Καστανιώτης 2012 (μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά)

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

μπαλλάντα της ψηλής σκάλας

Σε κάθε πόλη, συνήθιζε να λέη ο ποιητής Aπολλιναίρ, υπάρχουν, οπωσδήποτε, και μερικοί αθάνατοι.
Δυνατόν να είσαστε σεις, κύριε, μεταξύ αυτών, ή, ακόμα, κι' εσείς, κύριε. Δεν ξέρω. Πάντως για ένα είμαι σε θέση να σας βεβαιώσω: ότι υπάρχουν. Δεν αποκλείεται ελάχιστοι. Όμως υπάρχουν.

ο Θεόφιλος κάποτες ανέβηκε
σε μια ψηλή σκάλα
-αυτόπτες μάρτυρες το λεν-
ίσως να ζωγραφίση μιαν επιγραφή
ίσως ακόμη για να συμπληρώση
το πάνω μέρος
μιας συνθέσεώς του ηρωικής

αλητόπαιδες
-αλητόπαιδες που με τον καιρό
(ως είναι φυσικό)
ανδρωθήκανε και γεράσαν
(δεν ενθυμούντανε πια τίποτε)
κι' επεθάναν
ευυπόληπτοι και
"φιλήσυχοι αστοί"-
αλητόπαιδες -ξαναλέω-
για να παίξουνε και να γελάσουν
ετραβήξανε την σκάλα την ψηλή

κι' ως γκρεμοτσακιζόντανε
έντρομος
ο Θεόφιλος από τα ύψη
επρόσμεν' ελεεινός σακάτης
θέλεις κι ακόμη
λιώμα
στο χώμα
να βρεθή

αλλ' -ω του θαύματος!-
προσεγειώθη
απόλυτα σώος κι' αβλαβής
(πάντως κάτι σαν νάπαθε το ένα του πόδι:
χώλαινε ελαφρυά μέχρι το τέλος της ζωής)

μα ναι σας λέω
ακέργιος
απ' την κορφή ώς τα νύχια
από την πτώση
μόνο που τα σεμνά φορέματά του
είχαν γενεί χρυσά ωσάν τον Ήλιο
το πρόσωπό του
σαν τη Σελήνη -είτανε λεν χλωμός-
σαν τη Σελήνη φωτεινό
-αυτά τα δυο αστέρια
είθισται να συνυπάρχουν
στα εικονίσματα της βυζαντινής ζωγραφικής

-και αν κατόπι επήγε να κρυφτή στη Mυτιλήνη
είχ' έμπει στην αθανασία πια:
επέπρωτο πλέον να υπάρχη αιώνια

αθάνατος
-πιθανόν μαζύ με τον αείποτε σκουντούφλη συμπολίτη του
Γεώργιο ντε Kήρυκο
και με τον Mπεναρόγια-
ανάμεσα σε τόσους
και τόσους
και τόσους Bολιώτες
που εζήσανε και πριν
και κατά τη διάρκεια
κι ύστερα
από του
τραβήγματος της ψηλής της σκάλας
τον καιρό

Νίκος Εγγονόπουλος, "Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες", Ίκαρος 1992

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

τριάντα χρόνια το πολύ

Αν επανεξετάσουμε κάπως την κοινότοπη ιδέα που έχουμε για την πραγματικότητα, θα ανακαλύψουμε πως δε θεωρούμε πραγματικό αυτό που όντως συμβαίνει, αλλά έναν συγκεκριμένο τρόπο που έχουν τα πράγματα να συμβαίνουν, ο οποίος μας είναι γνώριμος. Έτσι υπό αυτήν την συγκεχυμένη έννοια, πραγματικό δεν είναι τόσο αυτό που βλέπουμε όσο αυτό που προβλέπουμε. Όχι τόσο αυτό που λαμβάνουμε απ' έξω όσο αυτό που γνωρίζουμε. Και αν μια σειρά γεγονότων πάρει απρόσμενη εξέλιξη, τότε όλα μας φαίνονται απίθανα. Γι' αυτό οι πρόγονοί μας αποκαλούσαν την περιπετειώδη αφήγηση απάτη.
Η περιπέτεια θρυμματίζει σαν γυαλί την επίμονη, καταπιεστική πραγματικότητα. Είναι το απρόβλεπτο, το αδιανόητο, το καινούριο. Κάθε περιπέτεια είναι και μια αναγέννηση του κόσμου, μια μοναδική διεργασία. Δεν θα 'πρεπε να είναι και ενδιαφέρουσα;
Λίγο να ζήσουμε, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα σύνορα της φυλακής μας. Τριάντα χρόνια το πολύ, τόσο μας παίρνει να συνειδητοποιήσουμε τα όρια μέσα στα οποία θα κινηθούν οι πιθανότητές μας. Αποκτούμε επίγνωση του πραγματικού, και είναι σαν να υπολογίζουμε το μήκος μιας αλυσίδας που μας δένει τα πόδια. Τότε λέμε: "Αυτό είν' η ζωή; Τίποτα παραπάνω απ' αυτό; Ένας κλειστός κύκλος που επαναλαμβάνεται, πάντα ίδιος;". Να μια δύσκολη στιγμή για κάθε άνθρωπο.
Αυτό μου θυμίζει ένα υπέροχο σχέδιο του Γκαβαρνί. Πρόκειται για έναν γέρο που στέκεται προκλητικά δίπλα σ' ένα απ' αυτά τα κατασκευάσματα που δείχνουν τον κόσμο μέσα από μια τρύπα. Και ο γέρος λέει: Il faut montrer à l'homme des images, la réalité l'embête! ("Στον άνθρωπο πρέπει να δείξουμε εικόνες, με την πραγματικότητα ενοχλείται"). Ο Γκαβαρνί έζησε στο Παρίσι, ανάμεσα σε μια χούφτα συγγραφείς και καλλιτέχνες που υπερασπίζονταν τον αισθητικό ρεαλισμό. Η ευκολία με την οποία τα περιπετειώδη μυθιστορήματα γοήτευαν το κοινό τον εκνεύριζε. Και πράγματι, υπάρχουν αδύναμες φυλές που είναι ικανές να μετατρέψουν τη φαντασία, αυτό το ισχυρό ναρκωτικό που μας επιτρέπει να υπομένουμε το απεχθές βάρος της ύπαρξης, σε βίτσιο.

José Ortega y Gasset, "Αισθητικό Τρίπτυχο", Printa 2011 (μετάφραση Αλίκη Βασώνη, Αγγελική Μαυρομμάτη, Ειρήνη Οικονόμου, Τατιάνα Φραγκούλια, Ελίνα Χέλμη)

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

το μικροσκόπιο

Ο Πασκάλ εξανίστατο με τις μικροσυζητήσεις των ιησουϊτών, με τις διακρίσεις τους, με τις μικροπρέπειές τους. Που δεν είναι λίγες. Η ημιμάθεια, η πιθανολογικότητα κλπ. Αλλά τους χρειάζεται να παριστάνουν πως είναι ελεύθεροι. Λένε μόνοι τους: In necessaris unitas, in dubiis libertas, inomnia charitas. Σε ό,τι είναι χρήσιμο ενότητα, σε ό,τι αμφίβολο ελευθερία, και σε όλα ευσπλαχνία. Και για να παραστήσουν τάχα την αλήθεια, αυξάνουν τις αμφιβολίες, αποκαλώντας αμφιβολία αυτό που δεν είναι. Πρέπει να διαβάσει κανείς τη μεταφυσική του Ρ. Σουαρέθ, λόγου χάρη, για να δει τον άνθρωπο που ασχολείται στο να χωρίζει στα τέσσερα μια τρίχα, στο μάκρος της, για να πλέξει κοτσίδα με τα τέσσερα κομμάτια. Ή όταν κάνουν οι άνθρωποι ιστορικές μελέτες -αυτό που ετούτοι λένε ιστορία δεν ξεπερνά την αρχαιολογία- ασχολούνται στο να μετρούν τις τρίχες της ουράς της Σφίγγας, για να μην την κοιτάξουν στα μάτια, να μην απομακρύνουν το βλέμμα της. Δουλειά για ν' αποβλακωθούν ή ν' αποβλακώσουν.
Ό,τι και να σας λέει ένας ιησουΐτης -τουλάχιστον ισπανός, το επαναλαμβάνω- μην τον πιστεύετε. Είναι σα να σας λέει κάποιος ότι ταξίδεψε πολύ, κι αυτός να τρέχει γύρω γύρω στο περιβόλι του σπιτιού του δεκαπέντε χιλιόμετρα τη μέρα.
Ο μοναχός, ο πραγματικός μοναχός που στάθηκε ο Πασκάλ, ο άνθρωπος που θέλησε να πιστέψει στον Ιησού που έχυσε μια σταλαγματιά από το αίμα του γι' αυτόν, ο Μπλαιζ Πασκάλ, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με αυτούς τους στρατιώτες.
Κι έπειτα είναι η επιστήμη. Σ' έναν από τους μαθητευόμενους που είχε το Τάγμα στην Ισπανία, στην Όνια, είδε ένας φίλος μου, που σα γιατρός πήγαινε να επισκεφθεί έναν μεθητευόμενο σε ιδιαίτερο μέρος, είδε σ' ένα διάδρομο έναν πίνακα που παρίστανε τον Αρχάγγελο Μιχαήλ έχοντας στα πόδια του το Δαίμονα, το Σατανά. Κι ο Σατανάς, ο επαναστάτης άγγελος, βαστούσε στο χέρι του... ένα μικροσκόπιο! Το μικροσκόπιο είναι το σύμβολο της "υπεραναλύσεως".

Miguel de Unamuno, "Η Αγωνία του Χριστιανισμού", Εκδόσεις των Φίλων 1970 (μετάφραση Ιουλία Ιατρίδη)

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

συνέχισε να ρωτάς

Ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, ένα ζευγάρι αμυγδαλωτά μάτια λοξά προς τα πάνω στις γωνίες, έπλευσαν στην επιφάνεια του συνειδητού του Λη Σου. Σαν αντανάκλαση στο νερό τον καλούσαν, μακρινά αλλά προκλητικά. Αναστέναξε. Η σύζυγός του από απέναντι σήκωσε πάλι τα μάτια. Η Κυρία Τσαν γνώριζε καλά τον άντρα της. Το πρόβλημα με τον Λη Σου ήταν ότι δεν συγκεντρωνόταν. Είχε δώσει τις Αυτοκρατορικές εξετάσεις αλλά δεν κατάφερε να περάσει. Μετά δοκίμασε τη ζωγραφική όπου είχε δείξει κάποιο ταλέντο. Οι γονείς του που του είχαν αδυναμία, του είχαν δώσει ένα εργαστήρι σε ένα ήσυχο δρομάκι και το είχαν εξοπλίσει με όλα όσα χρειάζεται ένας ζωγράφος. Για ένα διάστημα ο Λη Σου πήγαινε εκεί κάθε μέρα αλλά δεν ζωγράφισε τίποτα άξιο λόγου. Τον περισσότερο καιρό τον σπαταλούσε παρέα με άλλους επίδοξους καλλιτέχνες και ποιητές που περίμεναν να τους χτυπήσει ο κεραυνός της έμπνευσης. Όταν τον παντρεύτηκε η Κυρία Τσαν ήξερε ότι δεν την ήθελαν για την ομορφιά ή την προίκα της. Τα προτερήματα που είχε, αυτά που έλειπαν από τον Λη Σου, την έκαναν το ιδανικό ταίρι για τον κληρονόμο της οικογενειακής επιχείρησης. Παντρεύτηκε δίχως αυταπάτες αλλά αιχμαλωτίστηκε από την ομορφιά και τη γοητεία του Λη Σου και σύντομα κατέληξε να τον αγαπά με πάθος.
Συχνά όταν η Νταντά της χτένιζε τα μαλλιά πριν πέσει στο κρεβάτι η Κυρία Τσαν τη ρωτούσε, «Νταντά ήμουν καλή σύζυγος;»
Η γριά υπηρέτρια που είχε πάρει μαζί της όταν ήρθε νύφη σούφρωσε τα χείλη και μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο.
«Νταντά;»
«Συνέχισε να ρωτάς» απαντούσε η γριά χωρίς να χάνει το ρυθμό της.

Michael David Kwan, «Κίνα-Ιαπωνία, Εξωτικές Ιστορίες», Terra Nova 2004 (μετάφραση Θεοπίστη Καβακοπούλου)

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

το εθνικό μας ψεύδος

Η ιστορία του γλωσσικού ζητήματος και η πρόσφατη και απρόσμενη αναβίωσή του αναδεικνύουν ότι είναι στην ελληνική κοινωνία μεγάλη η ανάγκη κριτικής αποστασιοποίησης από τον εθνικισμό του 19ου αιώνα που αναπαράγει ο εκπαιδευτικός θεσμός αλλά και μέρος της ακαδημαϊκής επιστήμης. Η ευρωπαϊκή εποχή μας, δηλαδή οι δυνατότητες συμμετοχής των μελών της ελληνικής κοινωνίας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής απαιτεί την καλλιέργεια από διάφορους θεσμούς και ιδίως τον εκπαιδευτικό της κατανόησης του έθνους ως ιστορικής πραγματικότητας. Η αναγνώριση της ιστορίας της γλώσσας και η ιστορικοποίηση του έθνους θα επιτρέψουν να αξιολογηθεί η ελληνική κουλτούρα ως προϊόν της ιστορίας, με σύγχρονους όρους και όχι ιδεολογήματα άλλων εποχών. Θα επιτρέψουν στις νέες γενιές να διεκδικήσουν με θετικούς όρους, ως το δικό τους ιδιαίτερο πολιτισμό, το πολιτισμικό μείγμα που είναι δημιούργημα της «μακριάς διάρκειας», τον ελληνικό πολιτισμό τον διαμορφωμένο από την ιστορία. Θα πάψει συνεπώς η πολιτισμική κληρονομιά τεσσάρων ολόκληρων αιώνων, η πολιτισμική κληρονομιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας είτε να αποκρύπτεται σαν παρένθεση ασήμαντη στην «αιώνια» πορεία του πολιτισμικά «καθαρού» από επιδράσεις έθνους είτε να αποκρύπτεται ακόμα χειρότερα (δηλαδή ακόμα πιο βλαβερά για την ελληνική εθνική ταυτότητα) σαν το μπάσταρδο «ανατολίτικο» πρόσωπο της Ελλάδας που καλύπτει το παγκοσμίας καλλονής αρχαίο προσωπείο.
Αυτή η ιδεολογία καταστρέφει τη θετική σχέση των κοινωνικών ομάδων με τα πολιτισμικά προϊόντα της αρχαιότητας, επειδή τα εμφανίζει σαν το μοναδικό επίτευγμα πολιτισμού του «έθνους», με αποτέλεσμα ν’ ανακαλεί η υπεραξιολόγησή συστηματικά τη μικρότητα και αναξιότητα της εθνικής ταυτότητας. Η εθνική μας πολιτισμική ανωτερότητα, η αξία που κάνει τους Έλληνες ισότιμους με τους λοιπούς λαούς της Ευρώπης είναι το εθνικό μας ψεύδος, το «οικογενειακό» μας μυστικό που κρύβουμε από τους εταίρους της Ένωσης, είναι το πραγματικό και «κατώτερο» εθνικό μας πρόσωπο, που αποκρύπτει το αρχαίο προσωπείο.

Άννα Φραγκουδάκη, «Η Γλώσσα και το Έθνος», Αλεξάνδρεια 2001

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

η ευτυχία είναι ιδανικό, είναι καρπός της φαντασίας

«Δεν είναι δυνατόν, κύριε, η ευτυχία να βρίσκεται στην αμαρτία και στο έγκλημα».
«Συμφωνώ απολύτως. Όμως ο άνθρωπος που, με βαθιά μελέτη και ώριμη σκέψη κατάφερε να εκπαιδεύσει το μυαλό του ώστε να μην βρίσκει υπόνοια κακού σε τίποτα, να αντιμετωπίζει με την πλέον ήρεμη αδιαφορία όλες τις ανθρώπινες πράξεις, να τις θεωρεί όλες σαν αναγκαία αποτελέσματα μιας δύναμης, όποια κι αν είναι αυτή, άλλοτε αγαθή κι άλλοτε διεστραμμένη, αλλά πάντοτε κυρίαρχη, που άλλοτε μας εμπνέει να διαπράττουμε ενέργειες που οι άνθρωποι επιδοκιμάζουν κι άλλοτε πράξεις που τις καταδικάζουν, όμως ποτέ κάτι που να ενοχλεί την ίδια τη δύναμη – αυτός ο άνθρωπος, όπως θα συμφωνήσετε, κύριε, μπορεί να βρίσκει τον εαυτό του εξίσου ευτυχισμένο είτε συμπεριφέρεται όπως εγώ, είτε όπως εσείς με την καριέρα που ακολουθείτε. Η ευτυχία είναι ιδανικό, είναι καρπός της φαντασίας. Είναι ένας τρόπος για να μας κινεί, που εξαρτάται μόνο από τον δικό μας τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα και να αισθανόμαστε. Δεν υπάρχει, πέρα από την ικανοποίηση των αναγκών τους, τίποτε που να κάνει όλους τους ανθρώπους εξίσου ευτυχισμένους. Καθημερινά βλέπουμε ένα άτομο να γίνεται ευτυχισμένο με το ίδιο ακριβώς πράγμα που αποτελεί αιτία μέγιστης δυσαρέσκειας για ένα άλλο. Επομένως καμιά ευτυχία δεν είναι σίγουρη, και δεν υπάρχει άλλη ευτυχία για μας από εκείνη που διαμορφώνουμε στη βάση της σωματικής μας συγκρότησης και των αρχών μας».

Marquis de Sade, «Αιμομιξία», Το Ποντίκι 2006 (μετάφραση Γιάννης Παπαδάτος)

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

ας ξεσπάει

Στους φαιούς, κρύους βράχους σου, Ω Θάλλασα, ας ξεσπάει το κύμα, ας ξεσπάει!
Κι ας γινόταν να βγουν απ’ το στόμα οι σκέψεις που το μυαλό μου γεννάει.

Ω, τι κι αν παίζει ο γιος του ψαρά με την αδερφή του με ξεφωνητά!
Ω, τι κι αν τραγουδά ο αμούστακος ναύτης, μες στη βάρκα στου όρμου τ’ ανοιχτά!

Κι αν φωλιάζουν τ’ αγέρωχα πλοία στην αγκαλιά απάγκιας ακτής.
Όμως, Ω και να μ’ άγγιζε έν’ άφαντο χέρι, κι ο αχός μιας φωνής σιωπηλής!

Στα ριζά των γκρεμών σου, Ω Θάλασσα, ας ξεσπάει το κύμα, ας ξεσπάει!
Μα η αιθέρια χάρη μιας μέρας χαμένης σε μένα δεν ξαναγυρνάει.

Alfred Tennyson, «12 Ποιήματα», Διώνη 2003 (απόδοση Παντελής Ανδρικόπουλος)

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

δυσαφηγησία

Έχω υποστηρίξει με επιχειρήματα ότι μέσω της αφήγησης δημιουργούμε και επαναδημιουργούμε τον εαυτό, ότι ο εαυτός είναι ένα προϊόν της αφήγησής μας, και όχι κάποια ουσία την οποία αναζητούμε φθάνοντας στο βάθος της υποκειμενικότητας. Σήμερα υπάρχουν ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες, εάν στερούμασταν την ικανότητα να φτιάχνουμε ιστορίες για τον εαυτό μας, δεν θα υπήρχε εαυτός. Ας μου επιτραπεί να παρουσιάσω αυτές τις ενδείξεις.
Υπάρχει μια νευρολογική διαταραχή που ονομάζεται «δυσαφηγησία» (dysnarrativia). Είναι μια σοβαρή βλάβη της ικανότητας του ατόμου να λέει ή να κατανοεί ιστορίες, η οποία συνδέεται με νευρολογικές νόσους όπως το σύνδρομο Korsakov και η νόσος Alzheimer. Είναι κάτι περισσότερο από απλή βλάβη της μνήμης για τα συμβάντα του παρελθόντος, αφού από μόνη της αποδιοργανώνει ριζικά την αίσθηση του εαυτού, όπως έχει καταστήσει σαφές στο έργο του Oliver Sacks. Στο σύνδρομο Korsakov ιδιαίτερα, όπου τόσο το συναίσθημα όσο και η μνήμη έχουν υποστεί σοβαρές βλάβες, ο εαυτός ουσιαστικά εξαφανίζεται. Ο Sacks περιγράφει έναν από τους ασθενείς του, ο οποίος έπασχε από βαριάς μορφής σύνδρομο Korsakov, ως «αδειασμένο, δίχως ψυχή».
Ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα αυτών των περιπτώσεων είναι η σχεδόν ολοκληρωτική απώλεια της ικανότητας του ασθενούς να διαβάσει το μυαλό των άλλων, να καταλάβει αυτό που μπορούσαν να σκεφτούν, να νιώσουν ή να δουν. Οι πάσχοντες φαίνεται να χάνουν όχι μόνο την αίσθηση του εαυτού, αλλά και την αίσθηση του άλλου. Ένας οξυδερκής κριτικός αυτοβιογραφιών, ο Paul John Eakin, σχολιάζοντας τις δημοσιεύσεις, αντιλαμβάνεται αυτή τη μαρτυρία ως περαιτέρω απόδειξη ότι ο εαυτός είναι βαθιά «σχεσιακός», ότι ο εαυτός, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, είναι επίσης ο άλλος. 

Jerome Bruner, «Δημιουργώντας Ιστορίες», Ελληνικά Γράμματα 2004 (μετάφραση/επιστημονική επιμέλεια Γιάννης Κουγιουμουτζάκης)

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

η διάλυση της ενότητας του καθημερινού

Συγχρόνως όμως, την περίοδο αυτή, η ίδια η εργασία τίθεται σε νέες, ορθολογικές βάσεις όσον αφορά στον χώρο και στον χρόνο που εκτελείται. Το γεγονός αυτό οδηγεί στη σταδιακή καταστροφή της παραδοσιακής μικροοικονομίας, η οποία βασιζόταν στην ενότητα οικιακής ζωής και εργασίας και σε μια ενιαία αντίληψη του χρόνου. Άμεση συνέπεια είναι η διάλυση της ενότητας του καθημερινού, ενότητα η οποία οριζόταν από την αλληλοδιαπλοκή ατομικών και κοινωνικών λειτουργιών, και ο σταδιακός διαχωρισμός της ιδιωτικής από τη δημόσια σφαίρα. Το ατομικό τελικά αναγορεύεται σε πρωτεύουσα, κανονιστική αξία, η οποία στο εξής ρυθμίζει κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Σ’ ένα άλλο επίπεδο, ο εξορθολογισμός και η ιδέα μιας θεσπισμένης κοινωνικής τάξης [order], οδηγεί στην ακραία καταστολή σημαντικών εθιμικών πρακτικών, όπως οι καρναβαλικές γιορτές και οι τελετουργίες ανατροπής [rituals of reversal]. Πρακτικές οι οποίες στις παραδοσιακές κοινωνίες εξυπηρετούσαν μεταξύ άλλων ένα είδος αποφόρτισης των κοινωνικών συγκρούσεων*.

*Οι εκδηλώσεις των παραδοσιακών γιορτών (αυτές που μετά τον Μιχαήλ Μπαχτίν συνηθίζεται να αποκαλούνται καρναβαλικές) συνδέονταν άμεσα με μια συμπεριφορά αποχαλίνωσης και απειθαρχίας και ορισμένες φορές κατέληξαν σε γενικευμένες εξεγέρσεις, με καθαρά κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα. Οι κυρίαρχες τάξεις είχαν κάθε λόγο να επιζητούν την εξαφάνισή τους, κάτι που εν τέλει κατόρθωσαν αφ’ ενός με άμεσα κατασταλτικά μέτρα και αφ’ ετέρου με τη θεσμική περιθωριοποίησή τους στη μορφή ακίνδυνων και ελεγχόμενων εκδηλώσεων. Ακριβώς την ίδια αντιμετώπιση συνάντησαν και τα ομαδικά παιχνίδια, τα οποία είχαν μια παρόμοια λειτουργία στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινότητας και συχνά άπτονταν των εκδηλώσεων της γιορτής.

Γιώργος Βλάχος, «Η Συνείδηση ενάντια στο Νόμο», Έρασμος 1998

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

σε όλες τις παραλίες του κόσμου

Κι αν του επιτρεπόταν να κάνει ακόμα μια ευχή, θα ευχόταν να διαλυθεί κι ο ίδιος, τώρα, εδώ, αυτή τη νύχτα. Να μεταμορφωθεί σε ρυάκι, να χυθεί στη θάλασσα. Να τον σηκώσουν ψηλά, να τον μεταφέρουν. Σε όλες τις παραλίες του κόσμου. Τις οποίες ποτέ δεν είδε, επειδή σκεφτόταν πως γι’ αυτό υπήρχε αρκετός χρόνος ακόμα. Αγαπημένη θάλασσα, άσε με απλώς να μπω μέσα σου, μουρμουρίζει ο γέρος, και η θάλασσα μουρμουρίζει κι αυτή. Αναστενάζει. Αχ, όλοι οι άνθρωποι που κάθονται και κοιτάζουν τη θάλασσα. Τρεις σε αυτή την παραλία, πιο πέρα κι άλλοι, σε όλες τις παραλίες του κόσμου κάθονται άνθρωποι και κοιτάζουν τη θάλασσα, σαν μυρμήγκια από ψηλά, σαν σκοτεινό στρίφωμα στο φως, πριν να ‘ρθει το μπλε. Εκατομμύρια κάθονται και κοιτάζουν τη θάλασσα και σκέφτονται την αιωνιότητα, τον πόνο του έρωτα, σκέφτονται το τέλος, σκέφτονται χώρες μακρινές, σκέφτονται, θα ‘πρεπε να ζήσω δίπλα στη θάλασσα, θα ‘πρεπε να κάνω ταξίδια, θα ‘πρεπε να αλλάξω τη ζωή μου. Εκατομμύρια άνθρωποι μαγεύονται από τη θάλασσα. Αναγνωρίζουν για λίγο. Αντιλαμβάνονται πως ο κόσμος δεν δίνει δεκάρα για το αν αυτοί σπαταλούν τη ζωή τους ή όχι. Η θάλασσα, που θα είναι εκεί ακόμα, και μετά. Και για μια στιγμή τούς έρχεται μια ιδέα ή παρηγοριά ή συλλογίζονται, αύριο, αύριο θα τ’ αλλάξω όλα, η ζωή είναι τόσο μικρή. Τέτοιες ιδέες έχουν οι άνθρωποι όταν κοιτάζουν τη θάλασσα, σύντομες, μικρές ιδέες, για κάτι που είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτούς, και οι ιδέες γίνονται αέρας και βροχή και πέφτουν στη θάλασσα, μεταφέρονται, και οι άνθρωποι σηκώνονται, ξεχνάνε κι έχουν μονάχα μια τέτοια λαχτάρα όταν έχουν πια φύγει απ’ τη θάλασσα. Αλλά για ποιο πράγμα δεν ξέρουν πια.

Sibylle Berg, «Σεξ ΙΙ», Τόπος 2007 (μετάφραση Μαρία Μουρσελά)