Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

παλιάνθρωπος

Μιλούσε με σοβαρότητα, με ηρεμία κι ανωτερότητα. Έτρεξα σ' ένα μικρό δωμάτιο όπου έχει συγκεντρώσει όλα τα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειές του, κατέβασα από ένα ράφι τον τόμο "Π" του Τομμαζέο Μπελλίνι, έψαξα και βρήκα την σελίδα, ύστερα γύρισα κοντά του και διάβασα δυνατά: "Παλιάνθρωπος. Λέξις της δημοτικής σημαίνουσα τον ανήκοντα εις οιανδήποτε κοινωνική τάξη άνθρωπον, έστω και εις την των ευγενών και ιπποτών, όστις μη αισχυνόμενος ενεργεί πράξεις κυμαινομένας μεταξύ ευτελείας και ανεντιμότητος".
Είπε:
"Σωστά: ευγενείς και ιππότες. Μα δεν καταλαβαίνεις; Ο παλιάνθρωπος είναι συντρίμμι από ένα ναυάγιο".
"Για ποιο πράγμα μιλάς;"
"Το ναυάγιο μιας κοινωνίας όπου υπήρχαν οι ευγενείς και οι ιππότες, όπως και οι παλιάνθρωποι".
"Και η λέξη ευτέλεια είναι κι αυτή συντρίμμι από ναυάγιο;"
"Ηρεμία, ηρεμία, ηρεμία".
Περνάνε μερικές ημέρες. Ο Εντγκάρντο, ένα απόγευμα ξαναβρίσκει την στιγμή που ο Εμίλιο δεν είναι στο σπίτι κι εμφανίζεται, με το πιο απίθανο θράσος. Λέω στην καμαριέρα να τον οδηγήσει στο σαλόνι, ανοίγω ένα συρτάρι, τραβάω ένα πιστόλι και το βάζω στην τσάντα μου. Σκέφτομαι πως, αν ο Εντγκάρντο προσπαθήσει πάλι να με φιλήσει, θα τον πυροβολήσω. Ύστερα κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Είμαι πολύ όμορφη. Έχω κεφάλι εφήβου, με μάτια μαύρα και υγρά, με μύτη γρυπή και με περήφανο στόμα. Βλέπω στα μάτια μου μιαν έκφραση που δεν έχει τίποτα το δολοφονικό. Τότε ξαναβγάζω το ρεβόλβερ απ' την τσάντα μου, παίρνω ένα φύλλο χαρτί και γράφω: "παλιάνθρωπος ίσον χίμαιρα".

Alberto Moravia, "Ο Παράδεισος", Ζαχαρόπουλος 1979 (μετάφραση Έρη Κανδρή)

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

όπως επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την ηλιθιότητα

Από προαιώνια διαίσθηση κι από τωρινή προαίσθηση, θα 'λεγα ότι το γιατί, το ξέρουμε χωρίς να το γνωρίζουμε... Όταν ήμασταν παιδιά, μάλλον, νιώσαμε, παρά -κυριολεκτικά- γνωρίσαμε, μια εξουσία που σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι ήταν εντελώς εγκληματική, αλλά και μια εξουσία που, όλως παραδόξως, -θα μπορούσαμε να πούμε- ήταν ακέραια, υγιής. Πάντοτε, βέβαια, από την άποψη του εγκλήματος και σε σύγκριση με την σημερινή σχιζοφρενική κατάσταση. Η εγκληματικότητα εκείνης της εξουσίας εκδηλωνόταν, κυρίως, με το να μην αναγνωρίζει άλλη εξουσία πέρα απ' αυτήν, αυτάρεσκη και καλαίσθητα στολισμένη καθώς ήταν... Περιττό να πω ότι προτιμώ την σχιζοφρένεια από την καλή υγεία. Το ίδιο, πιστεύω, κι εσείς. Πρέπει, όμως, να λάβουμε υπόψη μας αυτή τη σχιζοφρένεια, για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε ορισμένα πράγματα, που, διαφορετικά, είναι ανεξήγητα. Όπως επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την ηλιθιότητα, την καθαρή ηλιθιότητα, που μερικές φορές διεισδύει και επικρατεί... Υπάρχει μια εξουσία ορατή, προσδιορίσιμη, μετρήσιμη, και υπάρχει μια άλλη, μη μετρήσιμη, δίχως όνομα, δίχως ονόματα, που κολυμπάει υποβρύχια. Η ορατή μάχεται την υποβρύχια, και κυρίως, τις στιγμές που τολμάει να κάνει την εμφάνισή της δυναμικά, δηλαδή, με τη βία και το αιματοκύλισμα. Το θέμα, όμως, είναι ότι την έχει ανάγκη... Πιστεύω να μου συγχωρήσετε την αμπελοφιλοσοφία, αλλά δεν διαθέτω άλλη, όσον αφορά την εξουσία.

Leonardo Sciascia, "Ο Ιππότης και ο Θάνατος", Παρατηρητής 1986 (μετάφραση Πάνος Ράμος)

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

γιατί οι πέστροφες δεν πετάνε;

Όπως όμως έγινε αργότερα γνωστό, ο Μπεράρντο εμφανίστηκε ξαφνικά μια μέρα στο γραφείο του δικηγόρου. Αφού παραμέρισε την υπηρέτρια που προσπαθούσε να τον διώξει λέγοντας πως το αφεντικό της έλειπε, τον έψαξε σ' όλα τα δωμάτια και τον βρήκε τρομαγμένο πίσω από τις κουρτίνες μιας μπαλκονόπορτας.
"Κύριε δικηγόρε", του είπε ήρεμα (και μάλιστα, όπως ο ίδιος μας διηγήθηκε, ακόμα και με σεβασμό), "εσείς με έχετε διαβεβαιώσει πολλές φορές πως θα πεθάνω στη φυλακή. Δεν νομίζετε, λοιπόν, κι εσείς πως ήρθε η ώρα να πάω;"
Ο δικηγόρος μάλλον κατάλαβε ότι η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή, προσπάθησε όμως να χαμογελάσει. "Γιατί τόση βιασύνη;" μουρμούρισε.
"Η ευκαιρία είναι καλή", εξήγησε ο Μπεράρντο που βιαζόταν. "Είναι μια μοναδική ευκαιρία για να πάω με ήσυχη τη συνείδησή μου."
"Σκέφτεσαι πάντα τη γη;" ρώτησε ο δικηγόρος. "Γιατί δεν δοκιμάζεις ένα άλλο επάγγελμα;"
"Γιατί οι πέστροφες δεν πετάνε; Γιατί τα σπουργίτια δεν κολυμπάνε;" απάντησε ο Μπεράρντο. Αμέσως όμως πρόσθεσε απειλητικά: "Εγώ είμαι ένας άξεστος χωριάτης και θέλω τη γη μου." 

Ignazio Silone, "Φονταμάρα", Μέδουσα 1988 (μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης)

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

η ευγενέστερη κάστα στη γη

"Ανήκω σε μια οικογένεια που οι γυναίκες, κατά παράδοση, αφοσιώνονται στους ναούς ως χορεύτριες. Η μητέρα μου, η γιαγιά μου και, πριν απ' αυτήν, η μητέρα της. Μικρό κορίτσι ακόμη, χόρευα στο ναό του χωριού μας. Ξέρεις τι θεωρείται η κάστα μας;"
"Είναι η ευγενέστερη κάστα στη γη" είπα.
"Θεωρούμαστε δημόσιες γυναίκες" είπε ξεκάθαρα, και ταράχτηκα που άκουσα αυτά τα λόγια. "Δεν θεωρούμαστε αξιοπρεπής, δεν θεωρούμαστε πολιτισμένες".
"Αυτή η στενή αντίληψη μπορεί να ήταν αληθινή τον παλιό καιρό, αλλά τώρα είναι διαφορετικά. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν υπάρχει σήμερα κάστα ή τάξη."
"Η μητέρα μου σχεδίασε μια διαφορετική ζωή για μένα. Μ' έβαλε νωρίς στο σχολείο, έκανα καλές σπουδές. Πήρα το μάστερ μου στα οικονομικά. Αλλά μετά το κολέγιο, το ερώτημα ήταν αν θα γινόμουν χορεύτρια ή θα έκανα κάτι άλλο. Μια μέρα είδα στην εφημερίδα μια αγγελία - τη συνηθισμένη που μπορείς να έχεις δει κι εσύ: Ζητείται μορφωμένη, ευπαρουσίαστη κοπέλα από πλούσιο εργένη με ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα, με σκοπό το γάμο. Δεν υπάρχει περιορισμός λόγω άστας. Η ωραία εμφάνιση και το πτυχίο πανεπιστημίου ουσιώδη. Είπα μέσα μου: Έχω ωραία εμφάνιση;"
"Α, ποιος θα μπορούσε να το αμφισβητήσει;"
"Πήγα και φωτογραφήθηκα, σφίγγοντας στο ένα χέρι την περγαμηνή του πτυχίου, κι έστειλα τη φωτογραφία σ' εκείνον που είχε βάλει την αγγελία. Λοιπόν, συναντηθήκαμε, εξέτασε εμένα και το χαρτί μου, πήγαμε σ' ένα ληξιαρχείο και παντρευτήκαμε".

R.K. Narayan, "Ο Οδηγός", Μεταίχμιο 2003 (Μαρία Κονδύλη)

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

πειραγμένα

Υπήρχε κόσμος που ξεφύλλιζε αυτά τα περιοδικά στο ψιλικατζίδικο, βλέποντας τεράστια κτήρια, αλλόκοτα τοπία, καθώς και άντρες και γυναίκες τόσο ασυνήθιστους ώστε αυτοί που τους κοίταζαν απέστρεφαν απορημένοι το βλέμμα, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι καθώς δεν καταλάβαιναν πώς μπορούσε κανείς να είναι τόσο εξωγήινος κι όμως να ανήκει σ' αυτόν τον πλανήτη.
Ο Τομ ήταν γεμάτος απορίες για όσα πράγματα αυτού του κόσμου δεν μπορούσες να αγγίξεις, να μυρίσεις ή να γευτείς. Όταν ήταν μικρός ο πατέρας τού είχε πει ότι πέρα μακριά στις πόλεις υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν πράγματα εντελώς παράλογα, τα μυαλά τους πειραγμένα από την ομορφιά ή την αρρώστια.

Patrick Lane, "Κόκκινο Σκυλί, Κόκκινο Σκυλί", Καστανιώτης 2010 (μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης)

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

μια παράλογη υπερεκτίμηση της ελεύθερης βούλησης

Ο Ακταίων φοβήθηκε το τυχαίο: ήθελε να προλάβει τη μοίρα, να την κάνει συνένοχό του, να ταυτιστεί μαζί της με όλη τη δύναμη της θέλησής του, να εκπληρώσει ως κλητός τη μοίρα του ανθρώπου-ελαφιού. Πίστευε πως θα κατακτούσε τη σωτηρία του και κατέστρεψε την εικόνα του. Ίσως όμως εδώ να τον αδικούμε, αποδίδοντάς του είτε υπερβολικά διονυσιακές προθέσεις: να διαμελιστεί και να διασκορπιστεί στο σύμπαν, είτε πολύ χονδροειδή τεχνάσματα: θα με πάρει για ελάφι και θα μπορέσω να δράσω ανενόχλητος. Ή, αντίθετα, υπερβολική λεπτότητα: θα δει πως αποδέχομαι εκ των προτέρων την τιμωρία μου. Ενδεχομένως όμως η συμπεριφορά του να καθορίζεται από κάποιο στοίχημα: αν όντως έλθει η Άρτεμις, είναι προτιμότερο να έχω ζήσει ως ελάφι παρά ως κυνηγός. Στοίχημα που προϋποθέτει την άσκηση ως θεμέλιο της πίστης: το ελάφι βέβαια μπορεί να αντιτάξει ότι ο πιο απλός τρόπος, για να προετοιμαστεί κανείς για την έλευση της Άρτεμης, είναι η φυγή. Παρ' όλες αυτές τις κινήσεις που του αποδίδονται, μπορούμε εν πάση περιπτώσει να επισημάνουμε: μια παράλογη υπερεκτίμηση της ελεύθερης βούλησης εις βάρος της χάρης (για να μη χρησιμοποιήσουμε καθόλου εδώ την έννοια της ελάφειας βούλησης). Μια ανησυχητική έλλειψη απλότητας, μια πλήρη αδυναμία κατανόησης του αιώνιου της φυλοπαίγμονος φύσεως των θεών.

Pierre Klossowski, "Το Λουτρό της Άρτεμης", Άγρα 1992 (μετάφραση Μαρία Ευσταθιάδη)