Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

γιατί βρισκόταν;

Εκεί που στεκόταν, στηριγμένος στον κορμό ενός δέντρου της "Γωνιάς" κι απολάμβανε τη γλυκιά νυχτερινή ατμόσφαιρα του Βάλεϋ Φηλντς, ένιωσε ότι το μυαλό του δεν ήταν τόσο ξεκάθαρο. Θυμόταν βέβαια αμυδρά κάποια κουβέντα που είχε με το φίλο του, τον κάπταιν Κέλυ, και που παρουσίαζε πολύ ενδιαφέρον. Μα του είχαν μείνει ακόμα τρεις βασικές απορίες. 
Οι εξής: 
1) Ποιος ήταν; 
2) Πού βρισκόταν; 
3) Γιατί βρισκόταν; 
Προσπαθούσε λοιπόν να δώσει μια λύση σ' αυτό το τριπλό πρόβλημα. Κατά κάποιον τρόπο, ήταν κάτι που απασχολούσε και τον Μάρκο Αυρήλιο. Μόνο που ο κύριος Χοκ είχε ένα πλεονέκτημα παραπάνω απ' το ρωμαίο αυτοκράτορα. Ο τελευταίος αναρωτιόταν γιατί να ζει στον κόσμο των μεγάλων ανδρών, ενώ ο Τζ. Β. Χοκ ήθελε μόνο να μάθει γιατί στηριζόταν σ' ένα δέντρο, που όμως φαίνεται ανήκε σε κάποιον κήπο στα προάστια. 
Προφανώς, σκέφτηκε, για κάποιον λόγο θα πρέπει να βρισκόταν εκεί. Και φαντάστηκε πως, αν ηρεμούσε εντελώς και συγκεντρωνόταν, θα τα θυμόταν όλα. 

P.G. Wodehouse, "To Άτιμο το Χρήμα", Γράμματα 1987 (μετάφραση Βίκυ Μπόμπολα)

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

το ακριβές βάρος των πραγμάτων

Τι περίεργο που είναι Αντόνιο... Να σου μιλήσω για πρώτη φορά εξ ονόματος του Σεφαραδίτη που είμαι, για πρώτη και τελευταία. Να γεννιέμαι και να πεθαίνω με κάθε λέξη, και να έχω πλήρη επίγνωση. Να κλείνω τα μάτια στο δωμάτιό μου, προσμένοντας τις λέξεις του παρελθόντος, να τις αισθάνομαι σιγά σιγά· να 'ρχονται στ' αυτιά μου, να τις ψάχνω με το fener και να καταλαβαίνω πως το ψέμα δεν έχει θέση ανάμεσά τους: στη μουσική αυτών των λέξεων αισθάνομαι πλήρης. Σ' αυτές τις λέξεις, σ' αυτήν τη μουσική δεν υπάρχει μόνο το ακριβές βάρος των πραγμάτων του παρελθόντος, αλλά, έστω και σε λήθαργο, η jalis πραγματικότητα των ημερών.
Δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει πια πραγματικότητα για μένα, γιατί δεν υπάρχει πραγματικότητα παρά μόνο στον λόγο, και τα djudyo πέθαναν μαζί μ' αυτούς που τα μιλούσαν. Ποτέ μου δεν αναρωτήθηκα αν μου άρεσε αυτή η γλώσσα, αν αγαπούσα αυτούς που πέθαναν: αυτοί ήμουν εγώ, αυτοί έμειναν στα βάθη της ψυχής μου.
Και τώρα, πεθαίνοντας μαζί με τη γλώσσα μου, αφήνω τους μουσαφίρηδες να μιλούν με το στόμα μου και να γράφουν με το χέρι μου. Αυτοί γράφουν και αυτοί διαβάζουν. Δεν έχω παρά ν' ακούσω το τι λέγεται σε τούτο το κομματάκι του κόσμου και αν το μεταφέρω στο χαρτί.

Marcel Cohen, "Γράμμα στον Αντόνιο Σάουρα", Νησίδες 1997 (μετάφραση Σάμης Ταμπώχ)