Ένα-δύο-τρία φόρα πήραν, βούτηξαν με τη λαχτάρα στο στόμα και τ’ αλάτι της θάλασσας στον ουρανίσκο.
Κοντά τους πήγα να τρέξω, μα χάρτινα τα πόδια και
διαλύθηκα.
Φώναξα «παίξτε με κι εμένα, παίξτε με!» όμως απέμεινα με τη λαχτάρα στο στόμα και τ’ αλάτι των δακρύων στον ουρανίσκο.
Όλα ήταν στη θέση τους: το γαλάζιο, τα βραχάκια· ακόμα και των φυκιών το ιριδίζον, απαράλλαχτο το χρώμα.
Μα η αναπνοή, η αναπνοή μου, η πιo βαθιά φουρτούνα κι εγώ, ανυπόστατη αγορίστικη ιδέα,
το τίποτα.
Ειρήνη Βακαλοπούλου, "Existential Angst", Βακχικόν 2013
Κοντά τους πήγα να τρέξω, μα χάρτινα τα πόδια και
διαλύθηκα.
Φώναξα «παίξτε με κι εμένα, παίξτε με!» όμως απέμεινα με τη λαχτάρα στο στόμα και τ’ αλάτι των δακρύων στον ουρανίσκο.
Όλα ήταν στη θέση τους: το γαλάζιο, τα βραχάκια· ακόμα και των φυκιών το ιριδίζον, απαράλλαχτο το χρώμα.
Μα η αναπνοή, η αναπνοή μου, η πιo βαθιά φουρτούνα κι εγώ, ανυπόστατη αγορίστικη ιδέα,
το τίποτα.
Ειρήνη Βακαλοπούλου, "Existential Angst", Βακχικόν 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου