Κυριακή 3 Απριλίου 2022

αχινοί

Ήταν εκείνον τον καιρό, τον κόκκινο, με τον ήλιο να βαφτίζει τις ακτίνες του στη φωτιά και να καίνε σαν τις καυτερές τις πιπεριές, κείνες τις κόκκινες που τσούζουν τα μάτια, τη γλώσσα, στεγνώνουν το λαρύγγι κι οι φλόγες πετιούνται απ' τα σωθικά όπως των δράκων, κι ήταν κι η θάλασσα από κάτω, γυαλιστερή σαν κρύσταλλο να του αντιγυρίζει τις αχτίνες τις κόκκινες, και να σε τυλίγει σαν λύτρωση, σαν δροσερή ανάσα σ' ένα παιχνίδι με τα κύματα, και τους αφρούς σαν ξεφτισμένες κλωστές να χώνονται στο στυφό λαρύγγι, πότε πάνω, πότε κάτω, πότε ανάμεσα, και οι αφροί να γίνονται σιντριβάνια, μέχρι που το παιχνίδι έγινε θόρυβος κι η θάλασσα δεν το άντεξε και θύμωσε, κι απ' τον θυμό της τον πολύ την πέταξε στα βράχια κι αχινοί αμείλικτοι γραπώθηκαν στις πατούσες της κι άφησαν μυριάδες μαύρες, μικρές αστραφτερές μυτούλες να γελούν και να πονούν, και να την κρατούν σ' αιχμαλωσία, ακίνητη, βαριά, μέχρι που τα πόδια πρήστηκαν, τουμπάνιασαν, κι από την πίεση ξαλάφρωμα να μην έρχεται, ανάσα να μη φτάνει, λες κι ο αέρας να εγκλωβίζεται, να ματαιώνεται, ν' αδιαφορεί. 

Μαρία Βέρρου, "Σκάμματα του Χρόνου", Θράκα 2019 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου