Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

άκουγα ακόμα τη ζωή να ξεφωνίζει

Πανικόβλητος, γύρισα στο δωμάτιό μου στην οδό Χόουπ, έκλεισα τα παράθυρα, τράβηξα τις κουρτίνες, αμπάρωσα την πόρτα. Παρόλ' αυτά, άκουγα ακόμα τη ζωή να ξεφωνίζει με πόνο γύρω μου...
Αποφάσισα και πάλι να βρω μόνιμη δουλειά... Οι γνωστές ενοχές... Τα βράδια έβρισκα κάποια ανακούφιση στα τσιγάρα με μαριχουάνα που κάπνιζα στη στέγη του ξενοδοχείου. Και με την ψεύτικη διαύγεια που προκαλούσε το ναρκωτικό, κοιτούσα την πόλη της νύχτας και φανταζόμουν -σα σ' ένα ηλίθιο, άνοστο θεατρικό έργο όπου κάθε συναίσθημα αμβλύνεται- πως είχα διαχωρίσει τη θέση μου από τον κόσμο: όπως ένιωθα μικρός, τότε που κοίταζα έξω από το παράθυρο, αποτραβηγμένος από τη ζωή.
Ο κόσμος μου αποκάλυπτε το θάνατό του μέσα από τη διαδικασία της αργής ανακάλυψης: τη βασανιστική απώλεια της αθωότητας· και διαπίστωσα πως λαχταρούσα πάλι να βρω το Θεό της παιδικής μου ηλικίας. Αλλά αυτός ο κόσμος της μοναξιάς και της απελπισίας Τον διέψευδε, Τον αναιρούσε. Ο ουρανός είχε γίνει πια για μένα μια σκοτεινή σπηλιά, εκεί που κάποτε ήταν απεριόριστος, γεμάτος αγγελούδια και γαλήνη.
Και καθώς οι χτύποι της καμπάνας από την απέναντι εκκλησία θρηνολογούσαν μέσα στη νύχτα, κοίταξα από τη στέγη μου κατά την Πλατεία Πέρσινγκ.
Μια μέρα, από θλίψη για τα ίδια Του τα δημιουργήματα, ο Θεός έπεσε στην Κόλαση... Τώρα, ο κόσμος γυρίζει ζαλισμένα σαν τη ρόδα του Λούνα Παρκ που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο.

John Rechy, "Η Πόλη της Νύχτας", Εξάντας 1986 (μετάφραση Χρύσα Τσαλικίδου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου