Κυριακή 31 Μαΐου 2020

ήταν λες κι έβλεπα παιδικά

Στη μέση της κηδείας μπήκε ένας παππούς με έναν κόκορα. Έκατσε εκεί που κάθεται ο ψάλτης κανονικά, αλλά κανένας δεν καθόταν πριν. Εκεί έκατσε μαζί με τον κόκορα, που τον είχε δεμένο μ' ένα σκοινί από το λαιμό. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράμα κι άλλαξα θέση για να τον βλέπω καλύτερα, οι άλλοι ούτε που κουνήθηκαν, γιατί μάλλον τον έβλεπαν κάθε μέρα να περπατά και να τραβά με το σκοινί τον κόκορα. Όποτε ο παπάς έλεγε αμήν, ο κόκορας έκανε ένα κικιρίκου, μόνο ένα, όχι πολλά. Μετά ξανά αμήν ο παπάς, ξανά κικιρίκου κι ο κόκορας. Δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει, αλλά μ' άρεσε, ήταν λες κι έβλεπα παιδικά. Ο παπάς συνέχιζε την κηδεία.
Φαντάστηκα πάλι τον πεθαμένο να σηκώνεται και να φωνάζει πως κανείς δεν μπορεί εδώ να πεθάνει με την ησυχία του και ξαφνικά ο παπάς αντί να διώξει τον κόκορα να αρχίζει κι αυτός τα κικιρίκου και όλος ο κόσμος κικιρίκου και ο πεθαμένος να έβγαινε απ' το φέρετρο και να 'φευγε απ' τα νεύρα του και να πήγαινε να θαφτεί μόνος του.
Τίποτα από αυτά που σκεφτόμουν δεν έγινε και η κηδεία συνέχισε κανονικά με τον κόκορα να κάνει αυτά που ήθελε να κάνει, χωρίς κανένας να γκρινιάζει κι εγώ σήκωνα την μπλούζα και γελούσα κρυφά και στο τέλος ρώτησα τον μπαμπά και μου 'πε πως τρελός αυτός με τον κόκορα, αλλά δεν πειράζει κανέναν κι εγώ τον ρώτησα αν και ο κόκορας τρελός, αλλά δεν ήξερε να μου πει και του είπα ακόμη πως όταν θα μεγαλώσω θέλω κι εγώ κόκορα να πάρω και αυτός είπε πως, πριν πάμε στο Σπίτι Παιδιού, θα περάσουμε από τον μπακάλη να πάρουμε γάλα και ν' αφήσω τα κοκόρια κατά μέρος.
Το πρωί, αφού ήπια το γάλα, φώναξα κιρικίρου. "Τι 'ναι αυτά;" με ρώτησε η μαμά. Πήρα την τσάντα στους ώμους και ξεκίνησα για το σχολείο. Κικιρίιιιικου!

Κυριάκος Συφιλτζόγλου, "Σπίτι Παιδιού". Αντίποδες 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου