Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

πρόσφεραν την ίδια απομόνωση

Για δες που μπορούσε να μιλάει γι' αυτά τα άσχετα πράγματα, διαπίστωσε με κατάπληξη, έστω κι αν ο λαιμός του ήταν ξερός από τη νευρικότητα και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο προφίλ της, που διαγραφόταν στα τελευταία φώτα του δρόμου, τα καθαρά αυστηρά χαρακτηριστικά, το ανεπαίσθητο χαμόγελο, τα μαύρα μαλλιά και το απαλό σχήμα του στιλπνού κότσου που σχημάτιζαν στον αυχένα της. Ύστερα έστριψαν στο σκοτεινό δρόμο κάτω από τα δέντρα και οι προβολείς άρχισαν να ξεκόβουν, από το σκοτάδι μπροστά τους, τον ένα λιγνό κορμό μετά τον άλλο· ήταν λεπτοί σαν χορδές άρπας, τεντωμένες καμπύλες φωτός, που τους προσπερνούσαν ορμητικά και χάνονταν ξανά πίσω, στο σκοτάδι. Κάπου εκεί στα δεξιά τους, πέρα από τη ζώνη των δέντρων, το ποτάμι λαμπύριζε, κρύο κάτω από τα παγερά αστέρια. Το καλοκαίρι υπήρχαν συνήθως εδώ κάτω κάμποσα αυτοκίνητα παρκαρισμένα στις χορταριασμένες άκρες του δρόμου, με ζευγαράκια σφιχταγκαλιασμένα και βυθσμένα στο δικό τους κόσμο, ενώ περισσότερα ζευγαράκια έκαναν βόλτες ανάμεσα στα δέντρα ή ήταν ξαπλωμένα στο χορτάρι δίπλα στην όχθη· τώρα όχι όμως. Οι πίσω σειρές των κινηματογράφων ήταν πιο ζεστές, τα σεπαρέ των καφεμπάρ πρόσφεραν την ίδια απομόνωση. Κανείς δε θα ερχόταν απόψε εδώ. Και, χωρίς τους εραστές, αυτός ο δρόμος ήταν απομονωμένος και ήσυχος. 

Ellis Peters, "Ο Θάνατος και η Εύθυμη Γυναίκα", Άγρωστις 1995 (μετάφραση Ελένη Μπονάτσου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου