Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

και πότε άραγε, γιατρέ, ήμουν πιο κοντά στην αλήθεια;

Το θέαμα όμως δεν ήταν τρομερό σαν την άλλη φορά. Μπορώ να πω πως με διασκέδαζε. Κι επειδή, από την πείρα που είχα, συμπέραινα, ήμουν σχεδόν βέβαιος, πως ούτε στη χώρα των Νάνων δεν θα 'μενα αιώνια, δεν ανησύχησα, δεν φοβήθηκα και πολύ. Φυσικά, φώναξα πάλι το γιατρό. Αλλά μάλλον για να λάβει γνώση, να καταγράψει, να μελετήσει το καινούργιο «φαινόμενο», παρά για να με γιατρέψει. Μήπως ήξερε κιόλα;
– Πώς πήγες κι έκανες έτσι τα μάτια σου; μου 'λεγε. Τι αλλόκοτα μάτια!... Μπορείς να καυχάσαι και για τα δυο!
– Ποια δυο; τα μάτια;
– Και για τα μάτια που σου 'δωσε η φύση, και για το μεταχείρισμα που τους έκαμες. Για φαντάσου, να τα καταντήσεις να μη βλέπουν παρά ή Γίγαντες ή Νάνους!
– Και πότε άραγε, γιατρέ, ήμουν πιο κοντά στην αλήθεια; τότε που τους έβλεπα Γίγαντες, ή τώρα που τους βλέπω Νάνους;
– Καλά! Αφού έχεις όρεξη ακόμα και γι΄ αστεία!...
– Μα να κλαίω, γιατρέ;... Θα περάσει... Το περίεργο όμως είναι ότι τώρα που βλέπω μπροστά μου ένα γιατρό νάνο, ελπίζω πως θα γίνω καλά· ενώ πρωτύτερα, μ΄ όλο που με κουράριζε ένας γίγας, ήμουν απελπισμένος!
– Δε βαριέσαι! Για την αρρώστια σου δεν υπάρχουν ακόμα γιατροί· ούτε νάνοι, ούτε γίγαντες.
– Ό,τι κάμει η φύση, ε, γιατρέ;
– Ναι, η φύση και τα ωραία πειράματα που ξέρεις εσύ. Κοίταξε πάλι τον ήλιο... κοίταξε πάλι ζωγραφιές με στραβισμό!...
Λοιπόν, στο πείσμα του αγαπητού μου γιατρού, όταν έγινα σε λίγο καλά, ξανάρχισα τα πειράματα. Τα μάτια μου μού είχαν γίνει μανία. Δεν μπορούσα να τ΄ αφήσω ήσυχα. Κι έκανα, ό,τι μου κατέβαινε, ό,τι σοφιζόμουν για να βλέπω... τι μπορούσα να ιδώ. Στο δρόμο, στο σπίτι, στο γραφείο μου, δοκίμαζα επίμονα όλων των ειδών τους στραβισμούς. Η μεγάλη μου χαρά, η ηδονή μου, ήταν να «ζωντανεύω» έτσι τις ζωγραφιές ή να βλέπω καθαρότερα και μεγαλύτερα τα πραγματικά αντικείμενα. Τα πλησίαζα στα μάτια μου πολύ, πολύ, ως που, και χωρίς στραβισμό, τα 'βλεπα αλλιώτικα. Εστράβιζα με τρόπο ώστε να ιδώ το φως, – το φως του κεριού, της λάμπας, της καντήλας, του φαναριού, – διπλό· κι ύστερα πάλι, σιγά – σιγά, να ξεστραβίζω, ώστε να συμπλησιάζουν τα δυο φώτα και να γίνουνται ένα. (Και τότε πάλι δεν μπορούσα να μη συλλογιέμαι· ποιο τάχα απ΄ τα δύο φώτα που βλέπω, να είναι το πραγματικό;...)

Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Το ελληνικό φανταστικό διήγημα», Τόμος Β΄, Αίολος 1993

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου