Σάββατο 5 Μαΐου 2012

η παιδιάστικη αυτή επιθυμία

Μια μέρα που, για κάποια υπόθεση σοβαρή, που ενδιέφερε ολόκληρο το Τάγμα, επισκέφτηκε τον κύριο Σωβέλ, δικηγόρο στο Παρλαμέντο, αντίκρυσε έναν καραγκιόζη κρεμασμένο στο τζάκι κι αμέσως ένιωσε έναν τρομερό πειρασμό να τραβήξει τον σπάγγο. Με πολύ κόπο κατόρθωσε να συγκρατηθεί. Αλλά η παιδιάστικη αυτή επιθυμία τον κυνηγούσε διαρκώς και δεν τον άφηνε πια σε ησυχία. Στις μελέτες του, στους θρησκευτικούς στοχασμούς του, στις προσευχές του, στην εκκλησία, στο συνοδικό, στο εξομολογητήριο, στον άμβωνα, τον κατείχε ο πειρασμός αυτός. Αφού πέρασε μερικές μέρες φοβερής ταραχής, αποφάσισε ν’ αναφέρει την εξαιρετική αυτή περίπτωση στον αρχηγό του μοναστικού Τάγματος που, τη στιγμή αυτή, βρισκόταν ευτυχώς στο Παρίσι. Είταν ένας εξαιρετικός δάσκαλος κι ένας απ’ τους πρωθιεράρχες της εκκλησίας του Μιλάνου. Αυτός λοιπόν συμβούλεψε τον πάτερ Μαζιτό να ικανοποιήσει μιαν επιθυμία αθώα στην ουσία της, οχληρή στις συνέπειές της και που μπορούσε, αν αφηνόταν να φουντώσει, να προκαλέσει στην ψυχή που κατέτρωγε τις χειρότερες διαταραχές. Σύμφωνα με τη γνώμη, ή καλύτερα κατά διαταγή του αρχηγού, ο πάτερ Μαζιτό ξαναγύρισε στο σπίτι του Σωβέλ, που τον δέχτηκε όπως και την πρώτη φορά στο γραφείο του. Εκεί, ξαναβλέποντας κρεμασμένο τον καραγκιόζη στο τζάκι, πλησίασε με λαχτάρα και ζήτησε απ’ τον οικοδεσπότη την άδεια να του τραβήξει για λίγο το σπάγγο. Ο δικηγόρος του έδωσε ευχαρίστως την άδεια και του ομολόγησε εμπιστευτικά πως κι ο ίδιος πολλές φορές έπιανε τον Σκαραμούς (αυτό ήταν τ’ όνομα του καραγκιόζη) και τον έκανε να χορεύει ενώ συγχρόνως ετοίμαζε τις αγορεύσεις του και πως, την προηγούμενη μέρα ακόμα, είχε κανονίσει πάνω στις κινήσεις του Σκαραμούς το λόγο του για την υπεράσπιση μιας γυναίκας που την κατηγορούσαν άδικα ότι είχε δηλητηριάσει τον άντρα της. Ο πάτερ Μαζιτό έπιασε τρέμοντας τον σπάγγο, κι είδε κάτω απ’ το χέρι του τον Σκαραμούς να τινάζεται σα δαιμονισμένος που τον ξορίζουν. Αφού ικανοποίησε έτσι την επιθυμία του, απολυτρώθηκε απ’ τον πειρασμό.

Anatole France, «Οι Θεοί Διψούν», Γκοβόστης 1989 (μετάφραση Τάκης Μπάρλας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου